- μαρσιποφόρος
- -ο1. αυτός που φέρει μάρσιπο ή αυτός που έχει σχέση ή ομοιότητα με τα ζώα που φέρουν μάρσιπο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρσιποφόρα(ζωολ.-παλαιοντ.) τάξη μεταθηρίων θηλαστικών τών οποίων χαρακτηριστικό είναι η πρώιμη γέννηση τών νεογνών και η ολοκλήρωση τής ανάπτυξής τους μέσα σε θύλακο, τον μάρσιπο, που καλύπτει τις θηλές τών μαστών τής μητέρας,όπου και προσκολλώνται τα νεογέννητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρσιπος + -φόρος*. Η λ., στον πληθ. μαρσιποφόρα, μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].
Dictionary of Greek. 2013.