μαρσιποφόρος

μαρσιποφόρος
-ο
1. αυτός που φέρει μάρσιπο ή αυτός που έχει σχέση ή ομοιότητα με τα ζώα που φέρουν μάρσιπο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρσιποφόρα
(ζωολ.-παλαιοντ.) τάξη μεταθηρίων θηλαστικών τών οποίων χαρακτηριστικό είναι η πρώιμη γέννηση τών νεογνών και η ολοκλήρωση τής ανάπτυξής τους μέσα σε θύλακο, τον μάρσιπο, που καλύπτει τις θηλές τών μαστών τής μητέρας,όπου και προσκολλώνται τα νεογέννητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρσιπος + -φόρος*. Η λ., στον πληθ. μαρσιποφόρα, μαρτυρείται από το 1867 στον Δ. Πετρούλια].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • κοάλα — Δενδρόβιο μαρσιποφόρο της οικογένειας των φαλαγγεριδών, ιθαγενές της ανατολικής Αυστραλίας, που έχει εισαχθεί και σε περιοχές της δυτικής Αυστραλίας και των κοντινών νησιών. Η επιστημονική ονομασία του είναι Phascolarctos cinereus, ενώ είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”